(ε)μπιστεύομαι

(ε)μπιστεύομαι
(ε)μπιστεύομαι
(ε)μπιστεύτηκα, μπιστεμένος, μτβ. και αμτβ.
1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον: Δεν τον εμπιστεύομαι.
2. λέω ή παραδίνω κάτι σε κάποιον εμπιστευτικά: Μου εμπιστεύτηκε το μυστικό του.
3. η μτχ. πρκ. ως επίθ., μπιστεμένος, -η, -ο έμπιστος, αφοσιωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”